ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

méltó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
méltó

άξιος

méltóság

αξιοπρέπεια◼◼◼

méltóságteljes

αξιοπρεπής◼◼◼

χαριτωμένος

méltóztat

καταδέχομαι

méltóztatik

καταδέχομαι

figyelemre méltó

αξιόλογος

Το ιστορικό σας