ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

már σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Szamárium

Σαμάριο◼◼◼

szamárium

σαμάριο (samário)◼◼◼

szamárköhögés

κοκκύτης◼◼◼

κοκίτης

szamárság

ασυναρτησία

számára

για◼◼◼

λόγω◼◼◻

γιατί◼◼◻

διότι◼◻◻

επειδή◼◻◻

υπέρ◼◻◻

εδώ◼◻◻

Szűz Mária

Παναγία

már

βυρσοδέψης

voltál már itt ezelőtt?

έχεις ξανάρθει εδώ;

voltál már valaha ...?

έχεις πάει ποτέ ...;

öt év múlva Nikosz már orvos lesz

σε πέντε χρόνια ο Νίκος θα είναι πια γιατρός,

123

Το ιστορικό σας