ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lopás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lopás

κλοπή◼◼◼

η κλοπή◼◼◻

lopásgátló

αντικλεπτικό◼◼◼

a lopást büntetjük

οι κλέφτες θα τιμωρούνται

egy lopást szeretnék bejelenteni

θα ήθελα να αναγγείλω μια κλοπή

Το ιστορικό σας