ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lizergsav σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lizergsav

λυσεργικό οξύ◼◼◼

lizergsav-dietilamid

διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος

Το ιστορικό σας