Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
λυσεργικό οξύ▼◼◼◼
διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος▼
↑