ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

liter σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
liter

λίτρο◼◼◼

λίτρο (lítro)◼◼◼

το λίτρο, (hétköznapi szóhasználatban) το κιλό

Liter

Λίτρο◼◼◼

alliteráció

παρήχηση

hektoliter

εκατόλιτρο◼◼◼

milliliter

χιλιοστόλιτρο◼◼◼

Το ιστορικό σας