ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

levet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
levet

απογειώνομαι

βγάζω

levetkőzik

γδύνομαι

γδύνομαι (-θώ), βγάζω (-λω) τα ρούχα μου

levetkőzni

ξεντύνω

levetkőztet

ξεντύνω

Το ιστορικό σας