ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γδύνομαι (-θώ), βγάζω (-λω) τα ρούχα μου σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γδύνομαι (-θώ), βγάζω (-λω) τα ρούχα μου

levetkőzik