ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

levél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
levél

πευκοβελόνα

útlevél

διαβατήριο (diavatírio)◼◼◼

διαβατήριο (το)◼◼◼

útlevélellenőrzés

έλεγχος διαβατηρίων

12

Το ιστορικό σας