ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

letartóztat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
letartóztat

σύλληψη◼◼◼

συλλαμβάνω

συλλαμβάνω (συλλάβω)

letartóztatták a gyilkost

συλλήφθηκε ο δολοφόνος

letartóztatás

σύλληψη◼◼◼

Το ιστορικό σας