ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

letöröl σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
letöröl

σβήνω (-σω) (koszt) σκουπίζω (-σω), καθαρίζω (-σω)

Το ιστορικό σας