ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lesz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szülészet

μαιευτική◼◼◼

szülész

μαία◼◼◼

μαία (maía)◼◼◼

μαμή

μαμμή

μαμμή (mammí)

területfejlesztés

κτηματική (οικοδομική) ανάπτυξη (της γης)

Thalész

Θαλής

Themisztoklész

Θεμιστοκλής

tud ajánlani valamit ami segít leszokni a dohányzásról?

έχετε τίποτα που θα με βοηθήσει να κόψω το κάπνισμα?

úgy gondolom, egy új elemre lesz szüksége

νομίζω χρειάζεται καινούργια μπαταρία

újraéleszt

αναζωογονώ

vág, (+ tárgyeset) leszokik vmiről

κόβω

válik vmivé, lesz, történik

γίνομαι (γίνω)

városfejlesztés

πολεοδομία◼◼◼

veleszületett

συγγενής◼◼◼

vérátömlesztés

μετάγγιση◼◼◼

webfejlesz

web developer

zsírleszívás

λιποαναρρόφηση

234

Το ιστορικό σας