ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γίνομαι (γίνω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γίνομαι (γίνω)

válik vmivé, lesz, történik

(a létige jövő ideje) θα είμαι, (válik vmivé, történik) γίνομαι (γίνω)

lesz

καίγομαι (καώ, κάηκα) (anyagilag) μένω (μείνω) από λεφτά, (mások előtt) γίνομαι (γίνω) ρεζίλι

leég

Το ιστορικό σας