ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

les σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
baleset

συμβεβηκός

baleset történt

έχει συμβεί ένα ατύχημα

baleseti forrás

πηγή ατυχήματος

balesetünk volt

είχαμε ένα ατύχημα

becslés

εκτίμηση◼◼◼

αξιολόγηση◼◼◻

υπολογισμός◼◼◻

αποτίμηση◼◻◻

πρόγνωση

becsülés

εκτίμηση◼◼◼

befolyás/beömlés

αναρρόφηση

εισροή

παροχή

beilleszkedés

ένταξη◼◼◼

ενσωμάτωση◼◼◻

ολοκλήρωση◼◻◻

lés

φόδρα◼◼◼

lésanyag

υλικό επένδυσης (περιβλήματος)

belesulykol

τυμπανίζω

τύμπανο

beleszeret

ερωτεύομαι (-τώ) (+ tárgyeset vkibe)

beleszól

ανακατεύομαι (-τώ)

beömlés

αναρρόφηση

εισροή

παροχή

bérlés

ενοικίαση (η, tsz. -εις)◼◼◼

εκμίσθωση◼◼◻

beszélgetés, megbeszélés, vita

συζήτηση (η, tsz. -εις)

beteg leszek

θα αρρωστήσω

biológiai hulladékkezelés

βιολογική επεξεργασία (των) αποβλήτων◼◼◼

biológiai kezelés

βιολογική επεξεργασία◼◼◼

biológiai sokféleség

βιοποικιλότητα

biológiai szennyvízkezelés

βιολογικός καθαρισμός (των) λυμάτων

biológiai termelés

βιολογική παραγωγή

bő, széles

φαρδύς-ιά-ύ

bortermelés

αμπελουργία◼◼◼

Charles Baudelaire

Κάρολος Μπωντλαίρ

Charles Chaplin

Τσάρλι Τσάπλιν

Charles Darwin

Κάρολος Δαρβίνος

Charles de Gaulle

Σαρλ ντε Γκωλ

1234

Το ιστορικό σας