ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lencse σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lencse

φακός◼◼◼

(növény) η φακή

φακή

Lencse

Φακή

kontaktlencse

επαφή

kontaktlencse tisztító

υγρό για φακούς επαφής

Optikai lencse

Φακός

szemlencse

φακός◼◼◼

κρυσταλλικός

Το ιστορικό σας