ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

len σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ellenére, (óránál) lesz

παρά

ellenérv

αντεπιχείρημα◼◼◼

ellenez

αντικείμενο◼◼◼

αντιτείνω

αντιτίθεμαι

ellenfél

ανταγωνιστής

αντίδικος

αντίζηλος

αντιμαχόμενος

αντίπαλος

ο αντίπαλος

ellenintézkedés

αντίμετρο◼◼◼

ellenjavallat

αντένδειξη◼◼◼

ellenkező

αντίθετο◼◼◼

ellenkezőleg

μάλλον◼◼◼

όντως◼◼◻

τουναντίον◼◼◻

ellenméreg

αντίδοτο◼◼◼

ellenőr

επιθεωρητής◼◼◼

ελεγκτής◼◼◼

επιτηρητής◼◻◻

διευθυντής◼◻◻

επόπτης

μαέστρος

ellenőriz

σαχ◼◼◼

ανακόπτω

ελέγχω (-ξω), κάνω έλεγχο (+ σε)

επαληθεύω

τσεκάρω

ellenőrizhetem a gumiabroncsnyomást?

μπορώ να ελέγξω την πίεση στα λάστιχα μου εδώ;

ellenőrizhető

επαληθεύσιμος◼◼◼

ellenőrzés

έλεγχος◼◼◼

επαλήθευση◼◼◼

επιθεώρηση◼◼◼

ο έλεγχος◼◼◼

εποπτεία◼◼◻

εξέταση◼◼◻

επιτήρηση◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

6789

Το ιστορικό σας