ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lelki ismeret σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lelki ismeret

τύψη

lelkiismeret

συνείδηση◼◼◼

συνείδηση (syneídese)◼◼◼

η συνείδηση

lelkiismeretes

ευσυνείδητος◼◼◼

ευσυνείδητος (-η-ο)◼◼◼

lelkiismeretesen dolgozik

εργάζεται ευσυνείδητα/με ευσυνειδησία

lelkiismeretesség

ευσυνειδησία◼◼◼

lelkiismeretlen

αδίστακτος

Το ιστορικό σας