ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lelkes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lelkes

ενθουσιασμένος (-η-ο)

ενθουσιώδης

lelkesedés

ενθουσιασμός

ο ενθουσιασμός

lelkesen

énekeltünk τραγουδούσαμε με ενθουσιασμό

lelkesít

εμπνέω

Το ιστορικό σας