ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lelkész σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lelkész

εφημέριος◼◼◼

αβάς

ιερέας

ιερωμένος

κληρικός

ο παπάς, ο ιερέας

παπάς

Το ιστορικό σας