ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

leleményes σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
leleményes

εφευρετικός-ή-ό, πολυμήχανος (-η-ο)

πολυμήχανος

leleményesség

ευρηματικότητα

Το ιστορικό σας