ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lekapcsol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lekapcsol

σβήνω

σβήνω (-σω), κλείνω (-σω)

lekapcsolnád a villanyt?

μπορείς να κλείσεις το φως;

elolt, lekapcsol

σβήνω

Το ιστορικό σας