ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lejtős σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lejtős

κεκλιμένος◼◼◼

talajművelés lejtős terepen

καλλιέργεια κατά τις ισοϋψείς καμπύλες

Το ιστορικό σας