ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lehel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lehel

αναπνέω

εκπνέω

lehelet

ανάσα

η άχνα, το χνώτο

belehel

αναπνέω

εισπνέω

Το ιστορικό σας