Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
ξαπλώνω (-σω) (alvás céljából) πηγαίνω (πάω, πήγα) για ύπνο▼
πάει για ύπνο▼
↑