ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lapoz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lapoz

αλλάζω (-ξω) σελίδα

alapozó

αστάρι◼◼◼

επίχρισμα◼◼◼

αστάρωμα◼◼◻

ίδρυμα

ίδρυση

φον ντε τεν

megalapozatlan

αβάσιμος◼◼◼

megalapozott

βάσιμος◼◼◼

Το ιστορικό σας