ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lakosság σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lakosság

πληθυσμός◼◼◼

ο πληθυσμός◼◼◼

πόλη◼◻◻

ανθρώπινος πληθυσμός

lakosság összetétele

σύνθεση του πληθυσμού

lakossági látogatottság

προσέλευση του κοινού

lakossági lépés

δημόσια δράση

lakossági/társadalmi vita

δημόσια συζήτηση

Το ιστορικό σας