ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lakat σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lakat

κλειδαριά

λουκέτο

το λουκέτο

lakatlan

ακατοίκητος

ακατοίκητος (-η-ο)

lakatlan sziget

ακατοίκητο νησί

lakatos

κλειδαράς◼◼◼

lelakatol

λουκέτο

épületlakatosipar

βιομηχανία (κλάδος) χυτηρίων σιδήρου

Το ιστορικό σας