ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

laboratóriumi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
laboratóriumi

εργαστήριο◼◼◼

εργαστηριακός◼◼◼

laboratóriumi berendezés

εργαστηριακό πείραμα

laboratóriumi hulladék

απόβλητα εργαστηρίου

laboratóriumi kutatás

εργαστηριακή έρευνα

laboratóriumi módszer

εργαστηριακή τεχνική

laboratóriumi vizsgálat

εργαστηριακή δοκιμή◼◼◼

Το ιστορικό σας