ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lóerő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lóerő

ατμόιππος

ιπποδύναμη

vásárlóerő

αγοραστική δύναμη◼◼◼

Το ιστορικό σας