ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lépni σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lépni

να κουνήσω

belépni tilos

απαγορεύεται η είσοδος

fűre lépni tilos

μακριά από το γρασίδι

Το ιστορικό σας