ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lép σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
túllép

ξεπερνώ

van belépődíj?

υπάρχει χρέωση για την είσοδο;

őt előléptették

πήρε προαγωγή

234

Το ιστορικό σας