ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lény

είναι◼◼◼

δημιούργημα

είμαι

ον

ουσία

πλάσμα

πράγμα

το ον (tsz: τα όντα)

lényeg

ουσία◼◼◼

ουσία (η)◼◼◼

θέση◼◼◻

σημείο◼◻◻

στιγμή◼◻◻

αναφορά◼◻◻

ουσίες◼◻◻

βαθμός◼◻◻

κεντρική ιδέα◼◻◻

περιουσία◼◻◻

υπόσταση◼◻◻

αιχμή

εσάνς

η ουσία, (jelentőég) η σημασία

lényeges

ουσιώδης◼◼◼

συναφής◼◼◻

σχετικός◼◻◻

ουσιαστικός◼◻◻

ουσιαστικός (-ή-ό)◼◻◻

μεγάλος◼◻◻

κλειδί

πρώτιστος

lényegi

ουσιαστικό◼◼◼

ουσιώδης◼◼◻

lényegtelen

μικρή◼◼◼

(jelentéktelen) ασήμαντος (-η-ο)

άσχετος

ασήμαντος / ασήμαντη / ασήμαντο

lényegében

ουσιαστικά◼◼◼

βασικά◼◼◻

κατ' ουσίαν◼◼◻

στην ουσία, ουσιαστικά

12

Το ιστορικό σας