ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

látnivaló σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
látnivaló

αξιοθέατο

θέαμα

το αξιοθέατο

a város látnivalói

τα αξιοθέατα της πόλης

Το ιστορικό σας