ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

láng σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
láng

η φλόγα◼◼◼

φωτιά◼◼◻

lángokban áll

[καώ])

lángszóró

φλογοβόλο

lobogás (láng)

καύση (ελέγχου) σε πυρσό

Το ιστορικό σας