ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

korreláció σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
korreláció

συσχέτιση◼◼◼

autokorreláció

αυτοσυσχέτιση

Το ιστορικό σας