ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

komposzt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
komposzt

κομπόστ◼◼◼

κοπρόχωμα/μίγμα οργανικών καταλοίπων

komposztálható hulladék

ζυμώσιμα απορρίμματα

komposztálás

λιπασματοποίηση◼◼◼

hulladék-iszap komposzt

κοπρόχωμα από απόβλητη λάσπη

termelő komposztálási tevékenysége

λιπασματοποίηση από τον παραγωγό

Το ιστορικό σας