ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kipróbál, felpróbál, megkóstol σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kipróbál, felpróbál, megkóstol

δοκιμάζω

Το ιστορικό σας