ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kipihen σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kipihen

ξεκουράζομαι (-στώ)

kipihented magad?

ξεκουράστηκες;

pihentet (→ ξεκουράζομαι pihen, kipiheni magát)

ξεκουράζω

Το ιστορικό σας