ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kint σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tekintet

κονσέρβα

βλέμμα

βλέπω

κοιτάζω

ματιά

tekintettel

δεδομένου ότι◼◼◼

ενώ◼◼◻

λαμβανομένου υπόψη ότι◼◼◻

απεναντίας

12

Το ιστορικό σας