ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kilátás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kilátás

προοπτική◼◼◼

άποψη◼◼◻

θέα◼◻◻

πιθανότητα◼◻◻

εικόνα◼◻◻

παρατηρητήριο◼◻◻

πρόθεση◼◻◻

παρατηρητής

η θέα, (perspektíva) η προοπτική

kilátásaink vannak

έχουμε καλές προοπτικές

milyen a kilátás?

τι είδους θέα έχει;

Το ιστορικό σας