ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kiemel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kiemel

τονίζω

kiemelkedés

ανάγλυφο◼◼◼

kiemelkedő

εμφανής◼◼◼

kiemelt

προνομιούχος◼◼◼

szövegkiemelő

μαρκαδόρος

és, (kiemelt szó előtt) is,(tagadással) sem, (óránál) múlt

και

Το ιστορικό σας