ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kielégítés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kielégítés

ικανοποίηση◼◼◼

önkielégítés

μαλακία

Önkielégítés

Αυνανισμός

Το ιστορικό σας