ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kicsapódás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kicsapódás

καθίζηση◼◼◼

καθίζηση (χημική)◼◼◼

καθίζηση [χημική]

kicsapódás (kémiai)

καθίζηση◼◼◼

καθίζηση (χημική)◼◼◼

καθίζηση [χημική]

légköri kicsapódás

ατμοσφαιρική κατακρήμνιση

Το ιστορικό σας