ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kiértékel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kiértékel

αξιολογώ

kiértékelés

αξιολόγηση◼◼◼

αποτίμηση◼◻◻

Το ιστορικό σας