ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kezelés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
áll valamilyen gyógyszeres kezelés alatt?

παίρνετε καθόλου φάρμακα τώρα;

12

Το ιστορικό σας