ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kettős σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kettős

διπλός◼◼◼

kettős gazdaság

δυαδική οικονομία

kettős hulladékgazdálkodás

διπλή διαχείριση (των) αποβλήτων

kettőshangzó

δίφθογγος

kettőspont

άνω και κάτω τελεία

κόλον

kettősség

δυαδικότητα◼◼◼

kettőszáz

διακόσια

hullám-részecske kettősség

κυματοσωματιδιακός δυϊσμός

Το ιστορικό σας