Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
υβρίδιο▼◼◼◼
διασταυρώνω▼
διασχίζω▼
σταυρός▼
σταυρώνω▼
διασταύρωση▼◼◼◼
διάβαση▼
διασταύρωση (η, tsz. -εις)▼◼◼◼
διάβαση▼◼◼◻
σταυροδρόμι▼◼◻◻
κόμβος▼
η διασταύρωση▼
κάνε δεξιά στο σταυροδρόμι▼
κίνηση μετά από αυτή τη διασταύρωση▼
σταυροδρόμι▼
↑