ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

keresztel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
keresztel

βαπτίζω

βαφτίζω

keresztelés

βάπτισμα

βάφτιση

βαφτίσια

keresztelő

βάπτισμα

βάφτιση

βαφτίσια

η βάπτιση, τα βαφτίσια

megkeresztel

βαφτίζω

Το ιστορικό σας