ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kereskedő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kereskedő

έμπορος◼◼◼

ο έμπορος◼◼◼

εμπορευόμενος◼◼◻

πωλητής◼◻◻

εμποροπλοίαρχος

halkereskedő

ιχθυοπώλης

ψαράς

nagykereskedő

χονδρέμπορος◼◼◼

Το ιστορικό σας