ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kerekít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kerekít

στρογγυλός

kerekített

στρογγυλός◼◼◼

ajakkerekítéses

στρογγυλός

lekerekített

στρογγυλός

Το ιστορικό σας