ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

katonai σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
katonai

στρατιωτικός◼◼◼

στρατός◼◻◻

πολεμικός

katonai berendezés

στρατιωτικό υλικό◼◼◼

katonai légi közlekedés

στρατιωτική εναέρια κυκλοφορία/εναέρια κυκλοφορία

katonai műveletek okozta kár

ζημία από (οφειλόμενη σε) στρατιωτικές ασκήσεις

katonai szolgálat

θητεία

katonai terület

στρατιωτική περιοχή◼◼◼

katonai tevékenységek

στρατιωτικές δραστηριότητες◼◼◼

katonai vonatkozások

στρατιωτικά ζητήματα

használaton kívüli katonai terület

στρατιωτική περιοχή εκτός ενεργείας

Το ιστορικό σας